Γλωσσόδημμαν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γλωσσόδημμαν (το) |etymologia= |simasiologia= η ανικανότητα να μιλήσει κάποιος. Όταν η γλώ...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 21:00, 24 Απριλίου 2018
Γλωσσόδημμαν (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
η ανικανότητα να μιλήσει κάποιος. Όταν η γλώσσα είναι «δημμένη».
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου