Δησοβρυού: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Δησοβρυού (η) |etymologia= |simasiologia= αυτή που έχει πυκνά και ενωμένα φρύδια, μπορούσε...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 09:21, 27 Απριλίου 2018
Δησοβρυού (η) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
αυτή που έχει πυκνά και ενωμένα φρύδια, μπορούσε να προκαλέσει και να θεραπεύσει αρρώστιες
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Δασοβρυού
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).