Κακκάρωμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κακκάρωμα (το) |etymologia= από το αρχ. «καρόω»= κοιμούμαι βαθέως |simasiologia= ο θάνατος...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 08:30, 2 Μαΐου 2018
Κακκάρωμα (το) |
---|
Ετυμολογία
από το αρχ. «καρόω»= κοιμούμαι βαθέως
Σημασιολογία
λυμφοαδένας, κουβάρι
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).