Καρκανίκαυλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρκανίκαυλος (ο) |etymologia= από το «κάρα», «κάννα» και «καυλός». Επίσης και το πέο...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 10:47, 2 Μαΐου 2018

Καρκανίκαυλος (ο)

Ετυμολογία

από το «κάρα», «κάννα» και «καυλός». Επίσης και το πέος.

Σημασιολογία

λεπτός και πολύ ψηλός

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).