Κοντόφωτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Κοντόφωτος (ο) |etymologia= από το «κοντός + φως» |simasiologia= ο μύωπας, αυτός που βλέπει μ...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 08:23, 3 Μαΐου 2018

Κοντόφωτος (ο)

Ετυμολογία

από το «κοντός + φως»

Σημασιολογία

ο μύωπας, αυτός που βλέπει μόνο από κοντά

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

κοντοφωδκιάζω = βλέπω μόνο όταν έλθω πολύ κοντά

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).