Νυκτάλωπας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Νυκτάλωπας () |etymologia=από το αρχ. «νυξ» + «αλαός» |simasiologia= αυτός που δεν βλέπει τη...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 11:00, 4 Μαΐου 2018
Νυκτάλωπας () |
---|
Ετυμολογία
από το αρχ. «νυξ» + «αλαός»
Σημασιολογία
αυτός που δεν βλέπει τη νύκτα, που έχει Ορνιθοτυφλία. Εμφανίζεται στην Κύπρο κατά τη διάρκεια των νηστειών και της τεσσαρακοστής, ίσως λόγω αβιταμίνωσης
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).