Ξεραντζαρίδιν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ξεραντζαρίδιν (το) |etymologia= |simasiologia= αδύνατον, ισχνόν |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 07:27, 7 Μαΐου 2018
Ξεραντζαρίδιν (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
αδύνατον, ισχνόν
Παραδείγματα
«Ξεραντζαρίδιν άλο(γ)ον, καταλυμός τ' ασ̌έρου», φρ. = όταν κάποιος είναι λιγνός και όσον και να φάει δεν παχαίνει
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).