Πασπατεύκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Πασπατεύκω |etymologia= |simasiologia=ψηλαφώ, εξετάζω τον άρρωστο με τα χέρια |proelefsi= }} __...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 09:43, 7 Μαΐου 2018

Πασπατεύκω

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ψηλαφώ, εξετάζω τον άρρωστο με τα χέρια

Παραδείγματα

«Επασπάτεψεν με ποτζ̌εί ποδά ο γιατρός τζ̌' είπεν μου έχω πούζαν», φρ.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).