Πέμπερος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Πέμπερος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο πολύ ηλικιωμένος |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 10:36, 7 Μαΐου 2018
Πέμπερος (ο) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ο πολύ ηλικιωμένος
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
γεροπέμπερος= ο γέρος με σεξουαλικές διαθέσεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).