Ποστασούρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ποστασούρα (η) |etymologia= από το «αποστάννω» |simasiologia= η μεγάλη κούραση, όταν κάποιο...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 09:46, 10 Μαΐου 2018

Ποστασούρα (η)

Ετυμολογία

από το «αποστάννω»

Σημασιολογία

η μεγάλη κούραση, όταν κάποιος δεν έχει πια δύναμη ή ενέργεια

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).