Πουλημένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Πουλημένος (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που είχε εικονικά πουληθεί σε άλλη μάνα...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 10:02, 10 Μαΐου 2018
Πουλημένος (ο) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
αυτός που είχε εικονικά πουληθεί σε άλλη μάνα
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).