Σουννέττιν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σουννέττιν (το) |etymologia= από το τουρκ. «sunnet» |simasiologia= η περιτομή, η αποκοπή δέρματ...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 14:59, 11 Μαΐου 2018
Σουννέττιν (το) |
---|
Ετυμολογία
από το τουρκ. «sunnet»
Σημασιολογία
η περιτομή, η αποκοπή δέρματος του πέους
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
σουννεττής, ο = αυτός που κάνει την περιτομή
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).