Σουρώννω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σουρώννω |etymologia= |simasiologia= συρρικνώνομαι (για δέρμα που έχει ρυτίδες) |proelefsi= }} _...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 15:05, 11 Μαΐου 2018
Σουρώννω |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
συρρικνώνομαι (για δέρμα που έχει ρυτίδες)
Παραδείγματα
«Εσούρωσεν η βούκκα του τούτου», φρ. = το πρόσωπο του είναι όλο ρυτίδες, γέρασε
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).