Σσωκουφισμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σσωκουφισμένος (ο) |etymologia=από το «έσω» + «κούφιος» |simasiologia= αυτός που η υγεία το...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 09:06, 14 Μαΐου 2018
Σσωκουφισμένος (ο) |
---|
Ετυμολογία
από το «έσω» + «κούφιος»
Σημασιολογία
αυτός που η υγεία του είναι κατεστραμμένη, κλονισμένη
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).