Συφτάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Συφτάζω |etymologia= |simasiologia= έχω άμεση ανάγκη να αποπατήσω (σε περίπτωση διάρροιας...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 10:44, 14 Μαΐου 2018
Συφτάζω |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
έχω άμεση ανάγκη να αποπατήσω (σε περίπτωση διάρροιας ή και για ούρα)
Παραδείγματα
«Βουρά τζ̌αι εν συφτάννει», φρ.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).