Τουλούππιν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Τουλούππιν (το) |etymologia= |simasiologia= το άσπρισμα των μαλλιών και γενειάδας από ηλικ...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 11:45, 14 Μαΐου 2018
Τουλούππιν (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
το άσπρισμα των μαλλιών και γενειάδας από ηλικία
Παραδείγματα
«Τούτος εγέρασεν, εγίνικεν τουλούππιν», φρ.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
τούλουππος = αυτός που έχει άσπρα μαλλιά.
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).