Τσ̌εκκάρω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Τσ̌εκκάρω |etymologia=από το Αγγλικό «check» |simasiologia= εξετάζω (τον άρρωστο) |proelefsi= }} __...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 12:12, 14 Μαΐου 2018
Τσ̌εκκάρω |
---|
Ετυμολογία
από το Αγγλικό «check»
Σημασιολογία
εξετάζω (τον άρρωστο)
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).