Τσιλλώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Τσιλλώ |etymologia= |simasiologia= μαγαρίζω, βλάπτω, όταν γυναίκα 'Ατσαλη επισκεφτεί άρ...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 12:35, 14 Μαΐου 2018
Τσιλλώ |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
μαγαρίζω, βλάπτω, όταν γυναίκα 'Ατσαλη επισκεφτεί άρρωστο, ο οποίος μετά χειροτερεύει.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Τσιλλάρα= διάρροια
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).