Ττακουρημένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ττακουρημένος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο ανισόρροπος, τρελλός, αυτός που ττακουρήθη...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 12:52, 14 Μαΐου 2018

Ττακουρημένος (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ο ανισόρροπος, τρελλός, αυτός που ττακουρήθηκε  από κακά πνεύματα

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

ττακουρήθηκε = κτυπήθηκε

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).