Φατσελλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Φατσελλώνω |etymologia= από το «σφάκελος» = σοβαρή γάγγραινα, νέκρωση |simasiologia= μωλω...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 07:26, 15 Μαΐου 2018
Φατσελλώνω |
---|
Ετυμολογία
από το «σφάκελος» = σοβαρή γάγγραινα, νέκρωση
Σημασιολογία
μωλωπίζω, ματώνω
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).