Χασκάσι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Χασκάσι (το) |etymologia=από το χασκιάζω/χάσκω (το όπιο κάνει τον άλλο να μείνει με αν...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 12:21, 15 Μαΐου 2018

Χασκάσι (το)

Ετυμολογία

από το χασκιάζω/χάσκω (το όπιο κάνει τον άλλο να μείνει με ανοικτό στόμα σαν αποκοιμισμένος)

Σημασιολογία

παπαρούνα, όπιο

Παραδείγματα

Το δίναν στα βρέφη για να κοιμούνται και να αφήνουν τις μητέρες τους να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).