Χόλλιασμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Χόλλιασμα (το) |etymologia= |simasiologia= βάψιμο των (κάτω) φλεβάρων για προφύλαξη από οφθ...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 12:42, 15 Μαΐου 2018

Χόλλιασμα (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

βάψιμο των (κάτω) φλεβάρων για προφύλαξη από οφθαλμία, και ως καλλυντικό. Οφθαλμικό φάρμακο.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

χολλιαστήρα (η) = δοχείο στο οποίο έβαζαν τη χολλά

Συνώνυμα

Xολλά

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).