Μουδκιάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 14: | Γραμμή 14: | ||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
«Μουδκιάζει το σ̌έριν μου» = απονεκρώνεται προσωρινά λόγω ακινησίας | |||
==Μέρος του Λόγου== | ==Μέρος του Λόγου== |
Αναθεώρηση της 12:31, 16 Μαΐου 2018
Μουδκιάζω |
---|
Ετυμολογία
από το «αιμοδιώ», δηλ. δίνω αίμα.
Σημασιολογία
το αίσθημα μετά από αφαίμαξη, αιμοδοσία
Παραδείγματα
«Μουδκιάζει το σ̌έριν μου» = απονεκρώνεται προσωρινά λόγω ακινησίας
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).