Στενοκούρκουρος: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Στενοκούρκουρος (ο) |etymologia= |simasiologia= = αυτός που έχει στενό λάρυγγα (και δυσκολε...') |
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|acronym=Στενοκούρκουρος (ο) | |acronym=Στενοκούρκουρος (ο) | ||
|etymologia= | |etymologia= | ||
|simasiologia | |simasiologia= αυτός που έχει στενό λάρυγγα (και δυσκολεύεται να καταπίνει) | ||
|proelefsi= | |proelefsi= | ||
}} | }} | ||
Line 12: | Line 12: | ||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
αυτός που έχει στενό λάρυγγα (και δυσκολεύεται να καταπίνει) | |||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== |
Revision as of 08:33, 17 May 2018
Στενοκούρκουρος (ο) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
αυτός που έχει στενό λάρυγγα (και δυσκολεύεται να καταπίνει)
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις