Ανδρέας Καραγιάν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
(Νέα σελίδα με '{{Ζωγράφος |acronym=Ανδρέας Καραγιάν |imagename=karagian.jpg |imageCaption= |newwidth=270px |pragmatiko_onoma= |idos_texnis=...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 17:59, 29 Μαΐου 2018
Ο Ανδρέας Καραγιάν γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1943 και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου πήρε το δίπλωμά του το 1967. Ταξίδεψε στο Λονδίνο για ειδικότητα, αλλά γοητεύτηκε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των late '60s και εγκατέλειψε την Ιατρική, για να σπουδάσει Ζωγραφική στο Camberwell και το Central School of Art. Στη συνέχεια σπούδασε Xαρακτική στη Γερμανία και έζησε αρκετό καιρό στο Βερολίνο. Το 1978 έκανε την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί "Ώρα", στην Αθήνα. Ως ζωγράφος αντιπροσώπευσε την Κύπρο στην Μπιενάλε της Βενετίας (2001) και στην Μπιενάλε του Καΐρου (2006). Από το 1978 έως το 2004 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και την κριτική κινηματογράφου και θεάτρου. Επίσης εικονογράφησε ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη. Το 2007, κατόπιν προσκλήσεως της βιβλιοθήκης Αλεξανδρείας, δημιούργησε μια σειρά έργων με αλεξανδρινά θέματα τα οποία εκτέθηκαν στη Βιβλιοθήκη. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία, Αλεξάνδρεια και Αθήνα.
Βιογραφία
Ο Ανδρέας Καραγιάν γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1943. Μετά από σπουδές Ιατρικής στην Αθήνα και ζωγραφικής στο Λονδίνο, αφιερώθηκε στη ζωγραφική παρουσιάντας την πρώτη του ατομική έκθεση το 1978 στο διάσημο τότε Πνευματικό Κέντρο ΩΡΑ στην Αθήνα. Ακολούθησε σειρά εκθέσεων στην Κύπρο και στο εξωτερικό με τελευταία τη σειρά έργων «Τα Αλεξανδρινά» που εκτέθηκε μόλις τον περασμένο Οκτώβριο στο καινούργιο κτίριο της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας στην Αίγυπτο. Αλλα και με το έργο «Όμηροι 2000» εκπροσώπησε την Κύπρο στη Μπιενάλε της Βενετίας του 2001.
Η ζωγραφική του Ανδρέα Καραγιάν εδράζεται στον «παραδοσιακό» τρόπο, δηλαδή λάδι σε καμβά. Το έργο του συνολικώτερα επικεντρώνεται καταρχήν στον άνθρωπο, αξιοποιώντας την ελληνιστική και τη βυζαντινή παράδοση στην απεικόνιση της μορφής (για παράδειγμα, τις ελληνιστικές επιτύμβιες στήλες, το πορτρέτα του Φαγιούμ ή τις βυζαντινές εικόνες), αλλά με έναν τρόπο νεοτερικό και ρομαντικό ταυτόχρονα. Πρόκειται για έναν τρόπο που συνδέει το άυλο με την ύλη, το ουράνιο με το γαιώδες και, σε τελική ανάλυση, το πνευματικό με το σωματικό. Η ζωγραφική του Καραγιάν έχει χαρακτηριστεί από τους κριτικούς ως ερωτική. Ναι, θα συμφωνήσω, αν όμως ο όρος «ερωτικός» προσδιορίζει τον πόθο για τον απόντα Άλλο (είτε πρόκειται για τον ερωμένο, είτε πρόκειται για τον Χριστό) και την επιθυμία για την ένωση με αυτόν τον απόντα όπως εκφράζεται μέσα από όλες τις τέχνες, αρκεί να θυμηθούμε τους Ύμνους θείων ερώτων του Συμεών Νέου Θεολόγου στις αρχές του ενδέκατου αιώνα ή την όπερα Τριστάνος και Ιζόλδη του Ριχάρδου Βάγκνερ στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα.
'Εργα
Είναι ιδιαίτερα σημαντική για το Πανεπιστήμιο Κύπρου η χειρονομία του Ανδρέα Καραγιάν να δωρήσει το δεκαμερές έργο του «Όμηροι 2000» και, μάλιστα, στη μνήμη της μητέρας του Καρμέλλας Καραγιάν, συνδέοντας έτσι το δημόσιο και το ιδιωτικό ως καίρια στοιχεία της παρουσίας του συγκεκριμένου καλλιτεχνήματος στον χώρο του Πανεπιστήμιου.
Για το «Όμηροι 2000» ο Καραγιάν γράφει ότι «έναυσμα του έργου ήταν ο πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία, μια παλιά φωτογραφία νεοσυλλέκτων και η ατμόσφαιρα του Πάσχα». Οι δέκα πίνακες παρουσιάζουν νεαρούς άντρες γυμνούς σε μια παράξενη στάση αναμονής. Καμιά μορφή δεν κοιτά τον θεατή. Τα απαλά χρώματα, τα ελαφρώς ρευστά περιγράμματα, το εσωτερικό φως των μορφών εκφράζουν μια εσωτερική μελαγχολία που αντιπαραθέτει τη νεανική ομορφιά με τη φθαρτότητα και τον χρόνο. Βλέποντας τους πίνακες, μου πέρασαν από τον νου μερικοί στίχοι του Χούγκο φον Χόφμανσταλ από το λιμπρέτο που έγραψε στα 1908 για την όπερα «Ο Ιππότης με το Ρόδο» του Ριχάρδου Στράους και όπου η σαραντάχρονη Δούκισσα αποχαιρετά τον δεκαεπτάχρονο εραστή της με τα ακόλουθα λόγια:
Ο χρόνος, πόσο παράξενο πράγμα είναι. [ ...] Ειναι ολόγυρά μας, είναι ακόμη και μέσα μας. Στάζει μέσα στα πρόσωπα, στάζει μέσα στον καθρέφτη, μέσα στα μηνίγγια μου κυλά. Ακόμη ανάμεσα σε σένα και σε μένα πάλι κυλά, αθόρυβα, σαν κλεψύδρα.
Οι δέκα «Όμηροι», αν και ομόθεμοι, διαφοροποιούνται ως προς την εμφάνισή τους, εφόσον στους επτά έχει χρησιμοποιηθεί ένα σκουρότερο κυανόφαιο χρώμα ως φόντο, ενώ στους υπόλοιπους τρεις το φόντο είναι κιτρινόφαιο. Ειδικότερα, στους επτά κυανόφαιους πίνακες υπάρχει μια ιδιάζουσα ενότητα που δημιουργείται από την «κινηματογραφική» αίσθηση της θέσης των απεικονιζομένων αντρών. Τα έργα μπορούν να αναδειχθούν με δύο τρόπους: να βλέπει ένας θεατής κατά πρόσωπο όλους τους πίνακες, ή να περπατά δίπλα στους πίνακες που ξεδιπλώνουν έτσι αυτήν την κινηματογραφική κίνηση διαδραστικά μπροστά τα μάτια του.