Κακάσσ̌ιμος: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
m (Greeklish variables name replaced)
m (Greeklish variables name replaced)
 
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=  Κακάσσ̌ιμος (o)
   |acronym=  Κακάσσ̌ιμος (o)
   |etymology_gr= από το «κακά» και «άσχημος»
   |etymology= από το «κακά» και «άσχημος»
   |semantics_gr= πολύ άσχημος, κάποιος με αποκρουστικό παρουσιαστικό
   |semantics= πολύ άσχημος, κάποιος με αποκρουστικό παρουσιαστικό
   |priority_gr=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:42, 22 January 2024

Κακάσσ̌ιμος (o)
Ετυμολογία από το «κακά» και «άσχημος»
Σημασιολογία πολύ άσχημος, κάποιος με αποκρουστικό παρουσιαστικό




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το «κακά» και «άσχημος»

Σημασιολογία

λυμφοαδένας, κουβάρι

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις