Σπάσμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μ (Greeklish variables name replaced)
μ (Greeklish variables name replaced)
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Σπάσμα (το)
   |acronym=Σπάσμα (το)
   |etymology_gr=από το «σπασμός» δηλ. μυϊκές συσπάσεις λόγω αποπληξίας, ή εγκεφαλικού τραύματος
   |etymology=από το «σπασμός» δηλ. μυϊκές συσπάσεις λόγω αποπληξίας, ή εγκεφαλικού τραύματος
   |semantics_gr= ο κόλπος (αποπληξία, εγκεφαλικό επεισόδιο)
   |semantics= ο κόλπος (αποπληξία, εγκεφαλικό επεισόδιο)
   |priority_gr=
   |origin=
}}
}}



Τελευταία αναθεώρηση της 15:56, 22 Ιανουαρίου 2024

Σπάσμα (το)
Ετυμολογία από το «σπασμός» δηλ. μυϊκές συσπάσεις λόγω αποπληξίας, ή εγκεφαλικού τραύματος
Σημασιολογία ο κόλπος (αποπληξία, εγκεφαλικό επεισόδιο)

Ετυμολογία

από το «σπασμός» δηλ. μυϊκές συσπάσεις λόγω αποπληξίας, ή εγκεφαλικού τραύματος

Σημασιολογία

ο κόλπος (αποπληξία, εγκεφαλικό επεισόδιο)

Παραδείγματα

«Βκάλε σπάσμαν», φρ. = σιώπα, δηλ. να μην μπορείς να μιλήσεις λόγω κόλπου.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).