Φάουσα: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
No edit summary
m (Greeklish variables name replaced)
 
(8 intermediate revisions by 4 users not shown)
Line 1: Line 1:
{{Word
{{Λέξη
   |acronym= Φάουσα η
   |acronym= Φάουσα (η)
   |Meaning= ο καρκίνος,ασθένεια.
   |etymology= από το «φάγουσα» (φάγωσσα), δηλ. η ασθένεια που κατατρώγει
   |Origin= από το αρχαίο φάγουσα
   |semantics= φαγαίδενα, έλκος, καρκίνος  (επιθηλιακό καρκίνωμα), ή και αδενική πανώλης, σαρκοφάγο έλκος που οφειλόταν ή σε καρκίνο ή σε τύπο του έρπητα ή σε σύφιλη ή σε κάποιο σαρκοφάγο βακτήριο άγνωστο στους χρόνους εκείνους ή σε άλλης αιτιολογίας γάγγραινα
   |Sources=http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α, "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
   |origin=
}}
}}


Line 9: Line 9:


==Ετυμολογία==
==Ετυμολογία==
από το αρχαίο φάγουσα
από το «φάγουσα» (φάγωσσα), δηλ. η ασθένεια που κατατρώγει


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
ο καρκίνος,ασθένεια/ χρησιμοποείται και ως κατάρα
φαγαίδενα, έλκος, καρκίνος (επιθηλιακό καρκίνωμα), ή και αδενική πανώλης, σαρκοφάγο έλκος που οφειλόταν ή σε καρκίνο ή σε τύπο του έρπητα ή σε σύφιλη ή σε κάποιο σαρκοφάγο βακτήριο άγνωστο στους χρόνους εκείνους ή σε άλλης αιτιολογίας γάγγραινα


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
Line 18: Line 18:


==Μέρος του Λόγου==
==Μέρος του Λόγου==
Ουσιαστικό, γένους θυλικού
Ουσιαστικό, γένους θηλυκού


==Συγγενικές Λέξεις==
==Συγγενικές Λέξεις==
φαουσιάζω (καταβροχθίζω με λαιμαργία), το φαούσιασμαν, ο φαουσιάρης
Φαουσιάζω (καταβροχθίζω με λαιμαργία), το φαούσιασμαν, ο φαουσιάρης


==Συνώνυμα==
==Συνώνυμα==


[[category:Word]]
==Πηγές==
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Latest revision as of 15:32, 22 January 2024

Φάουσα (η)
Ετυμολογία από το «φάγουσα» (φάγωσσα), δηλ. η ασθένεια που κατατρώγει
Σημασιολογία φαγαίδενα, έλκος, καρκίνος (επιθηλιακό καρκίνωμα), ή και αδενική πανώλης, σαρκοφάγο έλκος που οφειλόταν ή σε καρκίνο ή σε τύπο του έρπητα ή σε σύφιλη ή σε κάποιο σαρκοφάγο βακτήριο άγνωστο στους χρόνους εκείνους ή σε άλλης αιτιολογίας γάγγραινα




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το «φάγουσα» (φάγωσσα), δηλ. η ασθένεια που κατατρώγει

Σημασιολογία

φαγαίδενα, έλκος, καρκίνος (επιθηλιακό καρκίνωμα), ή και αδενική πανώλης, σαρκοφάγο έλκος που οφειλόταν ή σε καρκίνο ή σε τύπο του έρπητα ή σε σύφιλη ή σε κάποιο σαρκοφάγο βακτήριο άγνωστο στους χρόνους εκείνους ή σε άλλης αιτιολογίας γάγγραινα

Παραδείγματα

Φάουσα να βκάλεις!

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό, γένους θηλυκού

Συγγενικές Λέξεις

Φαουσιάζω (καταβροχθίζω με λαιμαργία), το φαούσιασμαν, ο φαουσιάρης

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου