Αιματούσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Άγειος (ο) |etymologia= |simasiologia= 'Ασπρο κατακάθι (ζούρα) που υπάρχει στα δόντια. |proelef...') |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
(4 ενδιάμεσες εκδόσεις από 3 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= | |acronym= Αιματούσα (η) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= γυναίκα που έχει μεγάλη αιμορραγία κατά τη διάρκεια των εμμήνων της (μητρορραγία) | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
γυναίκα που έχει μεγάλη αιμορραγία κατά τη διάρκεια των εμμήνων της (μητρορραγία) | |||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
Γραμμή 29: | Γραμμή 29: | ||
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α | *http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α | ||
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου | *"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου | ||
*"Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337). | |||
[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]] | [[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]] | ||
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 15:35, 22 Ιανουαρίου 2024
Αιματούσα (η) | |
---|---|
Σημασιολογία | γυναίκα που έχει μεγάλη αιμορραγία κατά τη διάρκεια των εμμήνων της (μητρορραγία) |
Ετυμολογία
Σημασιολογία
γυναίκα που έχει μεγάλη αιμορραγία κατά τη διάρκεια των εμμήνων της (μητρορραγία)
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).