Βαρκαρίζω: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βαρκαρίζω |etymologia= |simasiologia= είμαι στο στρώμα για καιρό |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολο...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
(2 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Βαρκαρίζω | |acronym= Βαρκαρίζω | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= είμαι στο στρώμα για καιρό | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Line 29: | Line 29: | ||
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α | *http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α | ||
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου | *"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου | ||
*"Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337). | |||
[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]] | [[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]] | ||
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]] | [[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]] |
Latest revision as of 15:37, 22 January 2024
Βαρκαρίζω | |
---|---|
Σημασιολογία | είμαι στο στρώμα για καιρό |
Ετυμολογία
από το «βαριά» και «γουργουρίζω»
Σημασιολογία
είμαι στο στρώμα για καιρό
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
«βαρκαρισμένος» = αυτός που δεν μπορεί να μιλά ή να περπατά λόγω αδυναμίας. Η Πρωτοπαπά (Έθιμα της γέννησης...) λέει ότι είναι από τη «βάρκα του Άδη».
Συνώνυμα
γαρκαρίζω
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος
Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις