Γαιματάς: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γαιματάς, (ο) |etymologia= |simasiologia= δοθιήνας, απόστημα |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== α...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
(2 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Γαιματάς, (ο) | |acronym= Γαιματάς, (ο) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= δοθιήνας, απόστημα | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Line 29: | Line 29: | ||
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α | *http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α | ||
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου | *"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου | ||
*"Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337). | |||
[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]] | [[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]] | ||
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]] | [[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]] |
Latest revision as of 15:39, 22 January 2024
Γαιματάς, (ο) | |
---|---|
Σημασιολογία | δοθιήνας, απόστημα |
Ετυμολογία
από το αρχ. «ομματάς»= μοιάζει με «όμμα», μάτι
Σημασιολογία
δοθιήνας, απόστημα
Παραδείγματα
Θεραπεία με αλοιφή από καραολούδκια νεογέννητα κουπανιστά, φύλλο βιολέττας, και μαζί με μαύρη αλοιφή βάζεις στον γαιματά. Μετά πλένεις με καρβολικό σαπούνι (λαϊκή).
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
αμματάς, (ο)
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις