Δρέφει: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Δρέφει |etymologia=*από το «θρεπτικός» (Διοσκορίδης) *από το «τρέφω» ([...')
 
μ (Greeklish variables name replaced)
 
(3 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Δρέφει
   |acronym= Δρέφει
   |etymologia=*από το «θρεπτικός» ([[Διοσκορίδης]])
   |etymology=από το «θρεπτικός» ([[Διοσκορίδης]]) , από το «τρέφω» ([[Κ.Γ. Γιαγκουλλής ]])
                      *από το «τρέφω» ([[Κ.Γ. Γιαγκουλλής ]])
   |semantics= επουλώνει (το τραύμα), βγάζει νέο δέρμα η πληγή
   |simasiologia= επουλώνει (το τραύμα), βγάζει νέο δέρμα η πληγή
   |origin=
   |proelefsi=
}}
}}


Γραμμή 10: Γραμμή 9:


==Ετυμολογία==
==Ετυμολογία==
 
*από το «θρεπτικός» ([[Διοσκορίδης]])
*από το «τρέφω» ([[Κ.Γ. Γιαγκουλλής ]])


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==

Τελευταία αναθεώρηση της 09:40, 22 Ιανουαρίου 2024

Δρέφει
Ετυμολογία από το «θρεπτικός» (Διοσκορίδης) , από το «τρέφω» (Κ.Γ. Γιαγκουλλής )
Σημασιολογία επουλώνει (το τραύμα), βγάζει νέο δέρμα η πληγή

Ετυμολογία

Σημασιολογία

επουλώνει (το τραύμα), βγάζει νέο δέρμα η πληγή

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).