Κακκάρωμα: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κακκάρωμα (το) |etymologia= από το αρχ. «καρόω»= κοιμούμαι βαθέως |simasiologia= ο θάνατος...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Κακκάρωμα (το)
   |acronym= Κακκάρωμα (το)
   |etymologia= από το αρχ. «καρόω»= κοιμούμαι βαθέως
   |etymology= από το αρχ. «καρόω»= κοιμούμαι βαθέως
   |simasiologia= ο θάνατος
   |semantics= ο θάνατος
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:42, 22 January 2024

Κακκάρωμα (το)
Ετυμολογία από το αρχ. «καρόω»= κοιμούμαι βαθέως
Σημασιολογία ο θάνατος




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το αρχ. «καρόω»= κοιμούμαι βαθέως

Σημασιολογία

λυμφοαδένας, κουβάρι

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις