Κλανιάρης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κλανιάρης (ο) |etymologia=από το αρχαίο «κλάω» = σπάζω |simasiologia=αυτός που κλάνει συχν...') |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από τον ίδιο χρήστη δεν εμφανίζεται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Κλανιάρης (ο) | |acronym= Κλανιάρης (ο) | ||
| | |etymology=από το αρχαίο «κλάω» = σπάζω | ||
| | |semantics=αυτός που κλάνει συχνά λόγω στομαχικών ή εντερικών προβλημάτων | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Τελευταία αναθεώρηση της 15:45, 22 Ιανουαρίου 2024
Κλανιάρης (ο) | |
---|---|
Ετυμολογία | από το αρχαίο «κλάω» = σπάζω |
Σημασιολογία | αυτός που κλάνει συχνά λόγω στομαχικών ή εντερικών προβλημάτων |
Ετυμολογία
από το αρχαίο «κλάω» = σπάζω
Σημασιολογία
αυτός που κλάνει συχνά λόγω στομαχικών ή εντερικών προβλημάτων
Παραδείγματα
«Κώλος που κλάννει γιατρόν εν φοάται»= η πορδή είναι σημείο καλής υγείας
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).