Μονοδίκλητος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Μονοδίκλητος (ο) |etymologia=από το «μόνο» και «δικλώ» δηλ. «στρέφω το βλέμμα μου» |s...') |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από τον ίδιο χρήστη δεν εμφανίζεται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Μονοδίκλητος (ο) | |acronym= Μονοδίκλητος (ο) | ||
| | |etymology=από το «μόνο» και «δικλώ» δηλ. «στρέφω το βλέμμα μου» | ||
| | |semantics= αυτός που έχει επίμονα το βλέμμα του σε μια ορισμένη κατεύθυνση, λόγω κάποιας αρρώστιας ( ψυχολογικής κ.λπ) ή διότι αναμένει κάτι με ανυπομονησία | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Τελευταία αναθεώρηση της 15:49, 22 Ιανουαρίου 2024
Μονοδίκλητος (ο) | |
---|---|
Ετυμολογία | από το «μόνο» και «δικλώ» δηλ. «στρέφω το βλέμμα μου» |
Σημασιολογία | αυτός που έχει επίμονα το βλέμμα του σε μια ορισμένη κατεύθυνση, λόγω κάποιας αρρώστιας ( ψυχολογικής κ.λπ) ή διότι αναμένει κάτι με ανυπομονησία |
Ετυμολογία
από το «μόνο» και «δικλώ» δηλ. «στρέφω το βλέμμα μου»
Σημασιολογία
αυτός που έχει επίμονα το βλέμμα του σε μια ορισμένη κατεύθυνση, λόγω κάποιας αρρώστιας ( ψυχολογικής κ.λπ) ή διότι αναμένει κάτι με ανυπομονησία
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).