Ποδκιασ̌ιελώννω: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ποδκιασ̌ιελώννω |etymologia= |simasiologia= πέφτω ανάσκελα, με ανοικτά τα σκέλη (τα ασ̌σ̌...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Ποδκιασ̌ιελώννω | |acronym=Ποδκιασ̌ιελώννω | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= πέφτω ανάσκελα, με ανοικτά τα σκέλη (τα ασ̌σ̌έλια) | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Latest revision as of 15:53, 22 January 2024
Ποδκιασ̌ιελώννω | |
---|---|
Σημασιολογία | πέφτω ανάσκελα, με ανοικτά τα σκέλη (τα ασ̌σ̌έλια) |
Ετυμολογία
Σημασιολογία
πέφτω ανάσκελα, με ανοικτά τα σκέλη (τα ασ̌σ̌έλια)
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις