Σούρτουλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σούρτουλος (ο) |etymologia=από το λατινικό «surdus» = δύσφωνος |simasiologia= = ο τραυλός, αυτό...')
 
μ (Greeklish variables name replaced)
 
(3 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Σούρτουλος (ο)
   |acronym=Σούρτουλος (ο)
   |etymologia=από το λατινικό «surdus» = δύσφωνος
   |etymology=από το λατινικό «surdus» = δύσφωνος
   |simasiologia= = ο τραυλός, αυτός που μιλά βιαστικά και χάνει (μασά) τα λόγια του (για παράδειγμα από εγκεφαλικό ή από ασθένεια της γλώσσας)
   |semantics= ο τραυλός, αυτός που μιλά βιαστικά και χάνει (μασά) τα λόγια του (για παράδειγμα από εγκεφαλικό ή από ασθένεια της γλώσσας)
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


Γραμμή 12: Γραμμή 12:


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
= ο τραυλός, αυτός που μιλά βιαστικά και χάνει (μασά) τα λόγια του (για παράδειγμα από εγκεφαλικό ή από ασθένεια της γλώσσας)
ο τραυλός, αυτός που μιλά βιαστικά και χάνει (μασά) τα λόγια του (για παράδειγμα από εγκεφαλικό ή από ασθένεια της γλώσσας)


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==

Τελευταία αναθεώρηση της 15:56, 22 Ιανουαρίου 2024

Σούρτουλος (ο)
Ετυμολογία από το λατινικό «surdus» = δύσφωνος
Σημασιολογία ο τραυλός, αυτός που μιλά βιαστικά και χάνει (μασά) τα λόγια του (για παράδειγμα από εγκεφαλικό ή από ασθένεια της γλώσσας)

Ετυμολογία

από το λατινικό «surdus» = δύσφωνος

Σημασιολογία

ο τραυλός, αυτός που μιλά βιαστικά και χάνει (μασά) τα λόγια του (για παράδειγμα από εγκεφαλικό ή από ασθένεια της γλώσσας)

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).