Αμματίζω: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
No edit summary
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Αμματίζω  
   |acronym= Αμματίζω  
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= εμβολιάζω
   |semantics= εμβολιάζω
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:35, 22 January 2024

Αμματίζω
Σημασιολογία εμβολιάζω




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

εμβολιάζω

Παραδείγματα

«Είπαν μας να αμματιστούμεν για τ' ακούστηκεν θανατικόν»

«Τούτον το αμμάτισμαν που κάμνει ο μάος εν άφταστον»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«αμμάτισμαν», το= ο εμβολιασμός

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).


Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις