Βαϊλίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από τον ίδιο χρήστη δεν εμφανίζεται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Βαϊλίζω | |acronym= Βαϊλίζω | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= νοσηλεύω, περιποιούμαι ασθενείς | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Τελευταία αναθεώρηση της 15:37, 22 Ιανουαρίου 2024
Βαϊλίζω | |
---|---|
Σημασιολογία | νοσηλεύω, περιποιούμαι ασθενείς |
Ετυμολογία
από τη λέξη «βάγια», η= γυναίκα που προσέχει το βρέφος.
Σημασιολογία
νοσηλεύω, περιποιούμαι ασθενείς
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).