Αγγαστρώνω: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
m (Greeklish variables name replaced)
m (Greeklish variables name replaced)
 
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Αγγαστρώνω
   |acronym= Αγγαστρώνω
   |etymology_gr=ἐν- + γαστήρ
   |etymology=ἐν- + γαστήρ
   |semantics_gr= Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο
   |semantics= Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο
   |priority_gr=Μεσαιωνική ελληνική
   |origin=Μεσαιωνική ελληνική
}}
}}



Latest revision as of 15:34, 22 January 2024

Αγγαστρώνω
Ετυμολογία ἐν- + γαστήρ
Σημασιολογία Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο
Προέλευση Μεσαιωνική ελληνική




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

εγγαστρώνω < ελληνιστική κοινή ἐγγαστρόω < ἐν- + γαστήρ (γενική: γαστρ-ός)

Σημασιολογία

Καθιστώ μια γυναίκα έγκυο.


Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές