Πάνιασμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
μ (Greeklish variables name replaced) |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Πάνιασμα (το) | |acronym=Πάνιασμα (το) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= το μαλάκωμα των ποδιών από το πολύ περπάτημα | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Τελευταία αναθεώρηση της 15:52, 22 Ιανουαρίου 2024
Πάνιασμα (το) | |
---|---|
Σημασιολογία | το μαλάκωμα των ποδιών από το πολύ περπάτημα |
Ετυμολογία
Σημασιολογία
το μαλάκωμα των ποδιών από το πολύ περπάτημα
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Παννιάζω = μαλακώνω, αδυνατίζω, ακόμα και βγάζω παννάδες (φακίδες).
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).