Σκαπουλλάρω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
μ (Greeklish variables name replaced) |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Σκαπουλλάρω | |acronym=Σκαπουλλάρω | ||
| | |etymology=από το σκάπουλλος (Ιταλικά «scapolo»)= ο άγαμος | ||
| | |semantics= φθάνω την εφηβική ηλικία, αναπτύσσομαι από παιδί και γίνομαι άνδρας | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Τελευταία αναθεώρηση της 15:56, 22 Ιανουαρίου 2024
Σκαπουλλάρω | |
---|---|
Ετυμολογία | από το σκάπουλλος (Ιταλικά «scapolo»)= ο άγαμος |
Σημασιολογία | φθάνω την εφηβική ηλικία, αναπτύσσομαι από παιδί και γίνομαι άνδρας |
Ετυμολογία
από το σκάπουλλος (Ιταλικά «scapolo»)= ο άγαμος
Σημασιολογία
φθάνω την εφηβική ηλικία, αναπτύσσομαι από παιδί και γίνομαι άνδρας
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).