Αβανιά: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
Line 9: Line 9:


==Ετυμολογία==
==Ετυμολογία==
από το ιταλικό avania
από το ιταλικό avania (=ζημιά)
από το τούρκικο avan (=δόλιος)
από το αραβικό havan (=προσβολή)


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==

Revision as of 10:16, 15 October 2014

Template:Word

Ετυμολογία

από το ιταλικό avania (=ζημιά) από το τούρκικο avan (=δόλιος) από το αραβικό havan (=προσβολή)

Σημασιολογία

συκοφαντία

Παραδείγματα

Του έβγαλαν αβανιά ότι είναι χαρτοπαίκτης

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό, γένους θηλυκού

Συγγενικές Λέξεις

αβάνης, αβανιάρης

Συνώνυμα

διαβολή, δυσφήμηση, κατηγορία, κακολογία, ρετσινιά, συκοφαντία