Κοντόφωτος: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Κοντόφωτος (ο) |etymologia= από το «κοντός + φως» |simasiologia= ο μύωπας, αυτός που βλέπει μ...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Κοντόφωτος (ο) | |acronym=Κοντόφωτος (ο) | ||
| | |etymology_gr= από το «κοντός + φως» | ||
| | |semantics_gr= ο μύωπας, αυτός που βλέπει μόνο από κοντά | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
Revision as of 16:00, 18 January 2024
Κοντόφωτος (ο) |
---|
Ετυμολογία
από το «κοντός + φως»
Σημασιολογία
ο μύωπας, αυτός που βλέπει μόνο από κοντά
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
κοντοφωδκιάζω = βλέπω μόνο όταν έλθω πολύ κοντά
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις