Πάνιασμα: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Πάνιασμα (το) |etymologia= |simasiologia= το μαλάκωμα των ποδιών από το πολύ περπάτημα |proel...')
 
No edit summary
Line 21: Line 21:


==Συγγενικές Λέξεις==
==Συγγενικές Λέξεις==
Παννιάζω = μαλακώνω, αδυνατίζω, ακόμα και βγάζω παννάδες  
Παννιάζω = μαλακώνω, αδυνατίζω, ακόμα και βγάζω παννάδες (φακίδες).
 
==Συνώνυμα==
==Συνώνυμα==



Revision as of 09:09, 7 May 2018

Πάνιασμα (το)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το μαλάκωμα των ποδιών από το πολύ περπάτημα

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Παννιάζω = μαλακώνω, αδυνατίζω, ακόμα και βγάζω παννάδες (φακίδες).

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις