Σάψαλος: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σάψαλος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος. Σ...')
 
No edit summary
Line 2: Line 2:
   |acronym=Σάψαλος (ο)
   |acronym=Σάψαλος (ο)
   |etymologia=
   |etymologia=
   |simasiologia= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος. Σημαίνει και «φλύαρος»
   |simasiologia= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος και o «φλύαρος»
   |proelefsi=
   |proelefsi=
}}
}}
Line 12: Line 12:


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος. Σημαίνει και «φλύαρος»
ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος και o «φλύαρος»


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==

Revision as of 08:07, 17 May 2018

Σάψαλος (ο)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος και o «φλύαρος»

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις