Στεντάρω: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Στεντάρω |etymologia=από το ιταλικό stentare = δυσκολεύομαι |simasiologia= υποφέρω |proelefsi= }} _...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Στεντάρω | |acronym=Στεντάρω | ||
| | |etymology_gr=από το ιταλικό stentare = δυσκολεύομαι | ||
| | |semantics_gr= υποφέρω | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
Revision as of 16:13, 18 January 2024
Στεντάρω |
---|
Ετυμολογία
από το ιταλικό stentare = δυσκολεύομαι
Σημασιολογία
υποφέρω
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις