Ανδρικές φορεσιές: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 23: Γραμμή 23:


==Κύρια Χαρακτηριστικά==
==Κύρια Χαρακτηριστικά==
Οι Κύπριοι άνδρες δεν φορούσαν μαύρες βράκες στην καθημερινή τους ενδυμασία αλλά το καλοκαίρι φορούσαν λεπτές άσπρες βράκες και τον υπόλοιπο χρόνο πιο χοντρές με μπλε χρώμα όπως τους κρητικούς. Στις ορεινές περιοχές ήταν σκούρες μπλε. Οι μαύρες βράκες ήταν η επίσημη ενδυμασία του κύπριου άνδρα και φοριόταν μόνο στις γιορτές και την Κυριακή στην εκκλησία. Η μαύρη βάρκα ήταν επίσης η επίσημη φορεσιά του γαμπρού. Στις πόλεις και τα μεγάλα πεδινά χωριά οι βράκες έπρεπε να έχουν όσο το δυνατό πιο πολλές πιέτες,γιατί όσο πιο πολύ ύφασμα χρησιμοποιούσε κάποιος τόσο πιο πολύ πλούσιος ήταν. Στις ορεινές περιοχές,οι βράκες ήταν πιο κοντές. Στις πόλεις δεν φορούσαν τις ψηλές ποδίνες όπως τους αγρότες αλλά μακριές άσπρες η και ακόμη πολύχρωμες κάλτσες και χαμηλά παπούτσια. Το ανδρικό πουκάμισο ήταν μεταξωτό η ημιμέταξο. Το κόψιμο του έμοιαζε με το γυναικείο, με πλατιά μανίκια, που δίπλωναν η είχαν πιέτες στα κάτω μέρος. Μόνο που η ανδρική πουκαμίσα ήταν πιο κοντή και έκλεινε στο πάνω μέρος. Στην Καρπασία, στο ύψος του ώμου συνήθιζαν πολύ να προσθέτουν στις ραφές μακριές και στενές προσθήκες από βελονάκι διακοσμημένες με χρωματιστές χάντρες. Στη Καρπασία επίσης διατηρήθηκε παράλληλα με το κόκκινο φέσι και το άσπρο δαντελένιο σκουφί,αλλά αντίθετα από το φέσι, αυτό φοριόταν χωρίς μαντήλι και έμοιαζε, τόσο στο σχέδιο όσο και στο μέγεθος, με τον παλιό φρυγικό σκούφο και τον κεφαλόδεσμο που βλέπουμε συχνά σε πολλά αρχαία κυπριακά ελληνο-φοινικικά αγάλματα. Το ίδιο σκουφί που φορούσαν οι άνδρες στην Καρπασία, φορούσαν και οι αρχαίοι Κύπριοι εδώ και 2700 χρόνια. Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν ένα πολύχρωμο γιλέκο που το χρώμα, το σχέδιο και το κόψιμο του ποικίλε ανάλογα με την περιοχή. Επίσης φορούσαν ζακέτες με μανίκια και χωρίς μανίκια,απλές,στρογγυλές ή πλατιές ή ακόμα άλλες που κλείναν πιο σφικτά. Το χρώμα ποικίλε και εδώ. Οι έλληνες του νησιού απόφευγαν τα ζωντανά και προσφιλή στους τούρκους του νησιού κραυγαλέα χρώματα, τα μεγάλα σχέδια, και ιδιαίτερα το κίτρινο χρώμα, και παρέμεναν στα απλά, λιτά, χειροποίητα και βαμμένα στο νησί ριγωτά χρώματα. Αυτό ήταν το ίδιο τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. Όμως μερικές ελληνίδες γυναίκες της Λευκωσίας φορούσαν και αυτά.
Οι Κύπριοι άνδρες δεν φορούσαν μαύρες βράκες στην καθημερινή τους ενδυμασία αλλά το καλοκαίρι φορούσαν λεπτές άσπρες βράκες και τον υπόλοιπο χρόνο πιο χοντρές με μπλε χρώμα όπως τους κρητικούς. Στις ορεινές περιοχές ήταν σκούρες μπλε. Οι μαύρες βράκες ήταν η επίσημη ενδυμασία του κύπριου άνδρα και φοριόταν μόνο στις γιορτές και την Κυριακή στην εκκλησία. Η μαύρη βάρκα ήταν επίσης η επίσημη φορεσιά του γαμπρού. Στις πόλεις και τα μεγάλα πεδινά χωριά οι βράκες έπρεπε να έχουν όσο το δυνατό πιο πολλές πιέτες,γιατί όσο πιο πολύ ύφασμα χρησιμοποιούσε κάποιος τόσο πιο πολύ πλούσιος ήταν. Στις ορεινές περιοχές,οι βράκες ήταν πιο κοντές. Στις πόλεις δεν φορούσαν τις ψηλές ποδίνες όπως τους αγρότες αλλά μακριές άσπρες η και ακόμη πολύχρωμες κάλτσες και χαμηλά παπούτσια. Το ανδρικό πουκάμισο ήταν μεταξωτό η ημιμέταξο. Το κόψιμο του έμοιαζε με το γυναικείο, με πλατιά μανίκια, που δίπλωναν η είχαν πιέτες στα κάτω μέρος. Μόνο που η ανδρική πουκαμίσα ήταν πιο κοντή και έκλεινε στο πάνω μέρος. Στην [[Καρπασία]], στο ύψος του ώμου συνήθιζαν πολύ να προσθέτουν στις ραφές μακριές και στενές προσθήκες από βελονάκι διακοσμημένες με χρωματιστές χάντρες. Στη Καρπασία επίσης διατηρήθηκε παράλληλα με το κόκκινο φέσι και το άσπρο δαντελένιο σκουφί,αλλά αντίθετα από το φέσι, αυτό φοριόταν χωρίς μαντήλι και έμοιαζε, τόσο στο σχέδιο όσο και στο μέγεθος, με τον παλιό φρυγικό σκούφο και τον κεφαλόδεσμο που βλέπουμε συχνά σε πολλά αρχαία κυπριακά ελληνο-φοινικικά αγάλματα. Το ίδιο σκουφί που φορούσαν οι άνδρες στην Καρπασία, φορούσαν και οι αρχαίοι Κύπριοι εδώ και 2700 χρόνια. Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν ένα πολύχρωμο γιλέκο που το χρώμα, το σχέδιο και το κόψιμο του ποικίλε ανάλογα με την περιοχή. Επίσης φορούσαν ζακέτες με μανίκια και χωρίς μανίκια,απλές,στρογγυλές ή πλατιές ή ακόμα άλλες που κλείναν πιο σφικτά. Το χρώμα ποικίλε και εδώ. Οι έλληνες του νησιού απόφευγαν τα ζωντανά και προσφιλή στους τούρκους του νησιού κραυγαλέα χρώματα, τα μεγάλα σχέδια, και ιδιαίτερα το κίτρινο χρώμα, και παρέμεναν στα απλά, λιτά, χειροποίητα και βαμμένα στο νησί ριγωτά χρώματα. Αυτό ήταν το ίδιο τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. Όμως μερικές ελληνίδες γυναίκες της Λευκωσίας φορούσαν και αυτά.


==Σύνολο Ενδυμάτων==
==Σύνολο Ενδυμάτων==
Γραμμή 51: Γραμμή 51:


Το '''γιλέκο ή ζιμπούνι''': αποτελούσε τη ζακέτα της φορεσιάς και γινόταν όπως και το γυναικείο εξωτερικό ένδυμα με υφαντή «αλατζιά» σε διάφορες παραλλαγές.
Το '''γιλέκο ή ζιμπούνι''': αποτελούσε τη ζακέτα της φορεσιάς και γινόταν όπως και το γυναικείο εξωτερικό ένδυμα με υφαντή «αλατζιά» σε διάφορες παραλλαγές.
Ήταν  διακοσμημένο με χρωματιστά κεντήματα,  ενώ τα καθημερινά γιλέκα ήταν σκουρόχρωμα και απλά.   Τα αστικά γιλέκα  γίνονταν από μάλλινο μαύρο ύφασμα ή και βελούδο και είχαν πλούσια διακόσμηση με  επίρραπτο μεταλλικό σύρμα.
Ήταν  διακοσμημένο με χρωματιστά κεντήματα,  ενώ τα καθημερινά γιλέκα ήταν σκουρόχρωμα και απλά. Τα αστικά γιλέκα  γίνονταν από μάλλινο μαύρο ύφασμα ή και βελούδο και είχαν πλούσια διακόσμηση με  επίρραπτο μεταλλικό σύρμα.


Το γαμπριάτικο γιλέκο γινόταν συνήθως από σκουρόχρωμο βελούδο, ενώ η πλάτη είχε ζωηρόχρωμες κεντημένες παραστάσεις, όπως πουλιά, λιοντάρια και άλλα σχήματα.
Το γαμπριάτικο γιλέκο γινόταν συνήθως από σκουρόχρωμο βελούδο, ενώ η πλάτη είχε ζωηρόχρωμες κεντημένες παραστάσεις, όπως πουλιά, λιοντάρια και άλλα σχήματα.
Γραμμή 67: Γραμμή 67:
Το χρώμα μαύρο, ήταν το πιο συνηθισμένο επί τουρκοκρατίας, διότι δεν επιτρεπόταν στους ραγιάδες η χρήση διαφόρων χρωμάτων, διότι η χρήση χρωμάτων  ήταν σύμβολα κοινωνικών τάξεων ή και αξιωμάτων.  Ωστόσο η ζώστρα μπορούσε να είναι σε  αρκετές περιπτώσεις κόκκινη ή και άλλων χρωμάτων.
Το χρώμα μαύρο, ήταν το πιο συνηθισμένο επί τουρκοκρατίας, διότι δεν επιτρεπόταν στους ραγιάδες η χρήση διαφόρων χρωμάτων, διότι η χρήση χρωμάτων  ήταν σύμβολα κοινωνικών τάξεων ή και αξιωμάτων.  Ωστόσο η ζώστρα μπορούσε να είναι σε  αρκετές περιπτώσεις κόκκινη ή και άλλων χρωμάτων.


'''Κάλτσες''': Οι περισσότεροι φορούσαν μόνο το χειμώνα και πολύ λίγοι φορούσαν  ολόχρονα και μόνο μαύρες που έφθαναν μέχρι το γόνατο. Ορισμένοι φορούσαν κάλτσες μάλλινες από μαλλιά προβάτου που τις έφτιαχναν με σμίλες οι γυναίκες τους.
'''Κάλτσες''': Οι περισσότεροι φορούσαν μόνο το χειμώνα και πολύ λίγοι φορούσαν  ολόχρονα και μόνο μαύρες που έφθαναν μέχρι το γόνατο. Ορισμένοι φορούσαν κάλτσες μάλλινες από μαλλιά προβάτου που τις έφτιαχναν με σμίλες οι γυναίκες τους.


Το '''σώβρακο'''  φοριόταν από μέσα.  Ήταν όπως τη βράκα αλλά ήταν άσπρο όπως και η φανέλα, από ρούχο βαμβακερό ή κάποτ.  Το σώβρακο έφθανε έως το γόνατο και στην άκρη μπορούσε να έχει δέματα που τα έδεναν γύρω από το γόνατο.  Ήταν σαν μόδα σε κάποια εποχή να φαίνεται η άκρη του σώβρακου 1-2 πόντους μακρύτερο από τη βράκα.
Το '''σώβρακο'''  φοριόταν από μέσα.  Ήταν όπως τη βράκα αλλά ήταν άσπρο όπως και η φανέλα, από ρούχο βαμβακερό ή κάποτ.  Το σώβρακο έφθανε έως το γόνατο και στην άκρη μπορούσε να έχει δέματα που τα έδεναν γύρω από το γόνατο.  Ήταν σαν μόδα σε κάποια εποχή να φαίνεται η άκρη του σώβρακου 1-2 πόντους μακρύτερο από τη βράκα.


'''Ποδίνες''': Οι βοσκοί και πολλοί γεωργοί φορούσαν τσαγγαροποδίνες.  Οι τσαγκαροποδίνες από κάτω είχαν σιδερένια καρφιά που ονομάζονταν «ρίζες».  Εξόν και η ονομασία και ριζοποίνες ή εξηντάριζες.  Οι «ρίζες»τοποθετούνταν στο μπροστινό μέρος της τσαγγαροποδίνας.  Στο πίσω μέρος, στη φτέρνα, σε σχήμα πετάλου τοποθετούσαν σιδερένια καρφιά που τα ονόμαζαν «πλατάνα».  Σε κάποιες τοποθετούσαν σιδερένιες πρόκες  από κάτω της σόλας της ποδίνας.  Οι πρόκες ήταν χοντρές, τοποθετούνταν από κάτω και ήταν πολύ βαριές.  Οι ποδίνες  κατασκευάζονταν από δέρμα αίγιας ή τράγου.  Το ράψιμο των ποδίνων γινόταν με κερωμένη τρίχα γουρουνιού. Τις τσαγγαροποδίνες τις γύριζαν από το μέσα μέρος του δέρματος, στο ύψος περίπου κάτω από το γόνατο και τις έδιναν με ράμμα από τρίχα γουρουνιού. Αυτό ονομαζόταν και «ποϊνόραμμαν» ή «μαντρικαύλιν». Το πολύ δυνατό και γερό δέσιμο το έλεγαν χαρακτηριστικά και «μαντρικαύλιασμαν».
'''Ποδίνες''': Οι βοσκοί και πολλοί γεωργοί φορούσαν τσαγγαροποδίνες.  Οι τσαγκαροποδίνες από κάτω είχαν σιδερένια καρφιά που ονομάζονταν «ρίζες».  Εξόν και η ονομασία και ριζοποίνες ή εξηντάριζες.  Οι «ρίζες»τοποθετούνταν στο μπροστινό μέρος της τσαγγαροποδίνας.  Στο πίσω μέρος, στη φτέρνα, σε σχήμα πετάλου τοποθετούσαν σιδερένια καρφιά που τα ονόμαζαν «πλατάνα».  Σε κάποιες τοποθετούσαν σιδερένιες πρόκες  από κάτω της σόλας της ποδίνας.  Οι πρόκες ήταν χοντρές, τοποθετούνταν από κάτω και ήταν πολύ βαριές.  Οι ποδίνες  κατασκευάζονταν από δέρμα αίγιας ή τράγου.  Το ράψιμο των ποδίνων γινόταν με κερωμένη τρίχα γουρουνιού. Τις τσαγγαροποδίνες τις γύριζαν από το μέσα μέρος του δέρματος, στο ύψος περίπου κάτω από το γόνατο και τις έδιναν με ράμμα από τρίχα γουρουνιού. Αυτό ονομαζόταν και «ποϊνόραμμαν» ή «μαντρικαύλιν». Το πολύ δυνατό και γερό δέσιμο το έλεγαν χαρακτηριστικά και «μαντρικαύλιασμαν».


Πρέπει να αναφέρουμε  ότι δεν υπήρχε αριστερή και δεξιά τσαγκαροποδίνα, αλλά μπορούσαν να τις φορέσουν και ταίριαζε σε οποιονδήποτε πόδι.
Πρέπει να αναφέρουμε  ότι δεν υπήρχε αριστερή και δεξιά τσαγκαροποδίνα, αλλά μπορούσαν να τις φορέσουν και ταίριαζε σε οποιονδήποτε πόδι.


Άλλοι φορούσαν σκάρπες, παπούτσια χοντρά και κοφτά χωρίς δέματα (κορδόνια) και τα οποία ήταν χαμηλά παπούτσια που έφταναν μέχρι τον αστράγαλο. Οι πιο πλούσιοι και επίσημοι φορούσαν τις εισαγόμενες φράγκικες ποδίνες (φραγκοποδίνες) που ήταν από δέρμα και μπογιατίζονταν.
Άλλοι φορούσαν σκάρπες, παπούτσια χοντρά και κοφτά χωρίς δέματα (κορδόνια) και τα οποία ήταν χαμηλά παπούτσια που έφταναν μέχρι τον αστράγαλο. Οι πιο πλούσιοι και επίσημοι φορούσαν τις εισαγόμενες φράγκικες ποδίνες (φραγκοποδίνες) που ήταν από δέρμα και μπογιατίζονταν.


Αυτές φορούν σήμερα τα μέλη των χορευτικών συγκροτημάτων.
Αυτές φορούν σήμερα τα μέλη των χορευτικών συγκροτημάτων.
Γραμμή 97: Γραμμή 97:
Τα '''κοσμήματα''': που συνόδευαν την αντρική ενδυμασία είναι το ρολόι, η αλυσίδα και τα δακτυλίδια κυρίως, από αυτούς που ήταν σε οικονομική κατάσταση να αγοράσουν.
Τα '''κοσμήματα''': που συνόδευαν την αντρική ενδυμασία είναι το ρολόι, η αλυσίδα και τα δακτυλίδια κυρίως, από αυτούς που ήταν σε οικονομική κατάσταση να αγοράσουν.


Στην κεφαλή, πριν την βρετανική κατοχή, φορούσαν υποχρεωτικά το φέσι.  Κάτω από  το κεφάλι έβαζαν βαμβακερό σκουφί για να συγκρατεί τον ιδρώτα.  Οι άντρες συνήθως έκαναν χωρίστρα τα μαύρα μαλλιά τους  στην μια πλευρά.  Επειδή του περισσότερους Κύπριους τα μαλλιά τους ήταν σγουρά, τα ονόμαζαν «καραολιά» (σγουρά όπως  ο σαλίγκαρος – καραόλος).  Το σγουρό ήταν της μόδας τότε και σε όσους τα μαλλιά δεν ήταν σγουρά το κτένιζαν με τρόπο τέτοιο που να σγουρώνουν.
Στην κεφαλή, πριν την [[Βρετανική Κατοχή|βρετανική κατοχή]], φορούσαν υποχρεωτικά το '''φέσι'''.  Κάτω από  το κεφάλι έβαζαν βαμβακερό σκουφί για να συγκρατεί τον ιδρώτα.  Οι άντρες συνήθως έκαναν χωρίστρα τα μαύρα μαλλιά τους  στην μια πλευρά.  Επειδή του περισσότερους Κύπριους τα μαλλιά τους ήταν σγουρά, τα ονόμαζαν «καραολιά» (σγουρά όπως  ο σαλίγκαρος – καραόλος).  Το σγουρό ήταν της μόδας τότε και σε όσους τα μαλλιά δεν ήταν σγουρά το κτένιζαν με τρόπο τέτοιο που να σγουρώνουν.


Ο Κύπριος την παλιά εποχή είχε πάντα σχεδόν μουστάκι (μουστάτζιην). Το μουστάτζιην ήταν το σήμα κατατεθέν για τους άντρες και ιδιαίτερα τους νέους. Όποιος δεν είχε μουστάκι, ίσως και να αμφισβητείτο ο ανδρισμός του.
Ο Κύπριος την παλιά εποχή είχε πάντα σχεδόν μουστάκι (μουστάτζιην). Το [[μουστάτζιην]] ήταν το σήμα κατατεθέν για τους άντρες και ιδιαίτερα τους νέους. Όποιος δεν είχε μουστάκι, ίσως και να αμφισβητείτο ο ανδρισμός του.


Οι παραδοσιακές φορεσιές καταργήθηκαν οριστικά στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ου.
Οι παραδοσιακές φορεσιές καταργήθηκαν οριστικά στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ου.