Test: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μ (Greeklish variables name replaced)
μ (Greeklish variables name replaced)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Αβανιά
   |acronym= Αβάττα (η)
   |etymologia=Ιταλική/τουρκική/αραβική
   |etymologia=
   |simasiologia= Συκοφαντία
   |simasiologia= Φαγοπότι σε βάρος άλλου
   |proelefsi=
   |proelefsi=
}}
}}
Γραμμή 9: Γραμμή 9:


==Ετυμολογία==
==Ετυμολογία==
Από το ιταλικό avania (=ζημιά).
Από το τούρκικο avanta (αθέμιτο όφελος)


Από το τούρκικο avan (=δόλιος).
Από το ιταλικό avanti (εμπρός)
 
Από το αραβικό havan (=προσβολή).


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
Συκοφαντία
Φαγοπότι σε βάρος αλλού


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
Του έβγαλαν "αβανιά" ότι είναι χαρτοπαίκτης.
Δεν αγοράζει ποτέ τσιγάρα αλλά πάντα καπνίζει η "αβάττα".


==Μέρος του Λόγου==
==Μέρος του Λόγου==
Ουσιαστικό, γένους θηλυκού
Επίρρημα


==Συγγενικές Λέξεις==
==Συγγενικές Λέξεις==
Αβάνης, αβανιάρης
*Αβάττατζης


==Συνώνυμα==
==Συνώνυμα==
Διαβολή, δυσφήμηση, κατηγορία, κακολογία, ρετσινιά, συκοφαντία


==Πηγές==
==Πηγές==
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Αναθεώρηση της 12:34, 18 Ιανουαρίου 2024

Αβάττα (η)

Ετυμολογία

Από το τούρκικο avanta (αθέμιτο όφελος)

Από το ιταλικό avanti (εμπρός)

Σημασιολογία

Φαγοπότι σε βάρος αλλού

Παραδείγματα

Δεν αγοράζει ποτέ τσιγάρα αλλά πάντα καπνίζει η "αβάττα".

Μέρος του Λόγου

Επίρρημα

Συγγενικές Λέξεις

  • Αβάττατζης

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου