Test: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
m (Greeklish variables name replaced) |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= | |acronym= Αβκολιά (η) | ||
|etymologia= | |etymologia= Από το αρχαίο εκβολή (=στόμιο του ποταμού) | ||
|simasiologia= | |simasiologia= Χαντάκι στα χωράφια για απορρόφηση του περίσσιου νερού της βροχής | ||
|proelefsi= | |proelefsi=Αρχαία ελληνικά | ||
}} | }} | ||
Line 9: | Line 9: | ||
==Ετυμολογία== | ==Ετυμολογία== | ||
Από το | Από το αρχαίο εκβολή (στόμιο ποταμού). | ||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
Είναι το χαντάκι στα χωράφια που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση τoυ περίσσιου νερού της βροχής. | |||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
==Μέρος του Λόγου== | ==Μέρος του Λόγου== | ||
Ουσιαστικό, γένους | Ουσιαστικό, γένους θηλυκού | ||
==Συγγενικές Λέξεις== | ==Συγγενικές Λέξεις== | ||
*Αβκολιάζω | |||
==Συνώνυμα== | ==Συνώνυμα== |
Revision as of 12:34, 18 January 2024
Αβκολιά (η) |
---|
Ετυμολογία
Από το αρχαίο εκβολή (στόμιο ποταμού).
Σημασιολογία
Είναι το χαντάκι στα χωράφια που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση τoυ περίσσιου νερού της βροχής.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό, γένους θηλυκού
Συγγενικές Λέξεις
- Αβκολιάζω
Συνώνυμα
Πηγές
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου